επαρχιακός

επαρχιακός
-ή, -ό
επίρρ.
1. που είναι της επαρχίας, που ανήκει ή αναφέρεται σ' αυτή: Επαρχιακό συμβούλιο.
2. που είναι των επαρχιών, επαρχιώτικος: Επαρχιακά ήθη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επαρχιακός — ή, ό (Μ ἐπαρχιακός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επαρχία («επαρχιακές σύνοδοι», «επαρχιακά συμβούλια») νεοελλ. αυτός που αναφέρεται στις επαρχίες, ο επαρχιώτικος («επαρχιακά ήθη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επαρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1849… …   Dictionary of Greek

  • εθνικός — ή, ό (AM ἐθνικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έθνος («εθνική υπόθεση») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έθνη 3. (το επίθ. ως ουσ.) ο εθνικός ο ειδωλολάτρης 4. το ουδ. ως ουσ. γραμμ. το εθνικό(ν) παράγωγα ονόματα που δηλώνουν… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ίμερμαν, Καρλ Λέμπερεχτ — (Karl Leberecht Immermann, Μαγδεμβούργο 1796 – Ντίσελντορφ 1840). Γερμανός μυθιστοριογράφος και δραματουργός. Εγκατέλειψε τις νομικές σπουδές για να υπηρετήσει ως εθελοντής στους ναπολεόντειους πολέμους (1813 15). Όταν πήρε το δίπλωμά του,… …   Dictionary of Greek

  • Κβίτκα, Γκριγκόρι Φιοντόροβιτς — (Grigori Fedorovitch Kvitka, Οσνόβα 1778 – Χάρκοβο 1843). Ουκρανός λογοτέχνης. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια. Υπήρξε ένας από τους εκδότες και συντάκτες της εφημερίδας Ουκρανικός Ταχυδρόμος. Χρημάτισε διευθυντής του επαγγελματικού… …   Dictionary of Greek

  • Κοχ, Ρόμπερτ — (Robert Koch, Κλάουσταλ, Ανόβερο 1843 – Μπάντεν Μπάντεν 1910). Γερμανός μικροβιολόγος. Άρχισε τις έρευνές του για τον κύκλο εξέλιξης του βακτηριδίου του άνθρακα, όταν ήταν ακόμη επαρχιακός γιατρός. Στη συνέχεια αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στη… …   Dictionary of Greek

  • Νίκων — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από τη Νάπολη της Ιταλίας και ήταν στρατιωτικός. Πηγαίνοντας προς την Κωνσταντινούπολη και περνώντας από τη Χίο, έμεινε σε σπήλαιο του όρους Γάνου, όπου βαφτίστηκε και χειροτονήθηκε ιερέας …   Dictionary of Greek

  • Όστιν, Τζέιν — (Jane Austen, Στίβεντον, Xάμσαϊρ 1775 – Oυίντσεστερ 1817). Αγγλίδα συγγραφέας. Ήταν η προτελευταία κόρη ενός κληρικού με 8 παιδιά και η ζωή της δεν παρουσιάζει σημαντικά γεγονότα. Πέθανε ανύπαντρη και η μόνη της συγκινησιακή εμπειρία ήταν οι… …   Dictionary of Greek

  • Πέτας — I Επώνυμο 2 Ελλήνων ζωγράφων. 1. Αντώνιος (1862 – 1917). Αθηναίος ζωγράφος. Σπούδασε στο Πολυτεχνείο της Αθήνας και ειδικεύτηκε στη διακοσμητική, όπου και διακρίθηκε. Με λεπτή τέχνη και καλαισθησία, διακόσμησε πολλά δημόσια και ιδιωτικά μέγαρα… …   Dictionary of Greek

  • Φοσκαρίνι — (Foscarini). Επώνυμο παλαιάς αριστοκρατικής οικογένειας της Βενετίας, της οποίας πολλά μέλη διακρίθηκαν ως ικανοί λόγιοι και πολιτικοί. 1. Μάρκο (1695 – 1763). Τέταρτος και τελευταίος δόγης της Βενετίας, λόγιος και συγγραφέας. Ήταν συλλέκτης μιας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”